- ταχύγηρος
- τᾰχῠ-γηρος, ον,A soon becoming decrepit, neut. pl.
ταχύγηρα Hp.Art.58
;περὶ τοῦ μὴ τ. γίνεσθαι τὸ ζῷον Gal.6.9
; ταχύγηροι περὶ τὴν κεφαλήν turning grey early, Id.1.328.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχύγηρα Hp.Art.58
;περὶ τοῦ μὴ τ. γίνεσθαι τὸ ζῷον Gal.6.9
; ταχύγηροι περὶ τὴν κεφαλήν turning grey early, Id.1.328.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχύγηρος — ον, Α αυτός που γηράζει γρήγορα ή αυτός που έχει πρόωρα γηράσει («ταχύγηροι περὶ τὴν κεφαλήν» αυτοί που τα μαλλιά τους άσπρισαν πρόωρα, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γηρος (< γῆρας, τό), πρβλ. ὑπέρ γηρος] … Dictionary of Greek
ταχύγηρον — ταχύγηρος soon becoming decrepit masc/fem acc sg ταχύγηρος soon becoming decrepit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύγηρα — ταχύγηρος soon becoming decrepit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύγηροι — ταχύγηρος soon becoming decrepit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek